του Άρη Χατζηστεφάνου
Οι δυτικές πολυεθνικές έλαβαν τις αποφάσεις τους. Τώρα ξέρετε ποιος θα κερδίσει τον...πόλεμο και σίγουρα δεν είναι ο Καντάφι». Όταν ο Νάνσεν Σαλέρι, διευθύνων σύμβουλος του αμερικανικού ενεργειακού κολοσσού Quantum Reservoir Impact, έκανε τη συγκεκριμένη δήλωση, στις αρχές Απριλίου, τα διεθνή μέσα ενημέρωσης μιλούσαν ακόμη για «αμφίρροπες μάχες» μεταξύ των ανταρτών και των δυνάμεων του Λίβυου ηγέτη. Ο Σαλέρι, όμως, δεν είναι ένας τυχαίος παίκτης στην αγορά της ενέργειας. Έχοντας θητεύσει επί δεκαετίες στα ανώτατα κλιμάκια ενεργειακών κολοσσών, όπως η Saudi Aramco και η Chevron, γνωρίζει πολύ καλά πως ένα καθεστώς μπορεί να καταρρεύσει εάν χάσει τη στήριξη των πολυεθνικών του πετρελαίου.
Η στιγμή που επέλεξε, άλλωστε, για να προβλέψει το τέλος του Καντάφι δεν ήταν διόλου τυχαία:
Λίγα 24ωρα νωρίτερα, η ιταλική πετρελαϊκή εταιρεία ENI είχε τις πρώτες επαφές με την ηγεσία του Μεταβατικού Εθνικού Συμβουλίου. Ακριβώς μία ημέρα μετά, το τάνκερ «Ecuator», της Dynacom Management, του Έλληνα εφοπλιστή Γιώργου Προκοπίου, κατευθυνόταν προς το λιμάνι του Τομπρούκ για να φορτώσει ένα εκατομμύριο βαρέλια πετρελαίου. Μία εβδομάδα αργότερα Αμερικανοί αξιωματούχοι και επιχειρηματίες από το χώρο της ενέργειας έφταναν στη Βεγγάζη για να διαπραγματευτούν επιχειρηματικές συμφωνίες με εκπροσώπους των ανταρτών εκεί.
Ο κόσμος του πετρελαίου είχε εγκαταλείψει οριστικά τον Καντάφι και το μόνο που χρειαζόταν πλέον ήταν η ενίσχυση των νατοϊκών βομβαρδισμών, ώστε να επιτευχθεί η πολυπόθητη αλλαγή καθεστώτος στη Λιβύη.
Όπως προκύπτει από τηλεγραφήματα Αμερικανών διπλωματών, τα οποία ήρθαν πρόσφατα στο φως μέσω του WikiLeaks, η Ουάσιγκτον επιθυμούσε εδώ και χρόνια την απομάκρυνση του Καντάφι, καθώς το διπλωματικό άνοιγμα που είχε πραγματοποιηθεί το 2004, επί προεδρίας Μπους, δεν είχε αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα για τις αμερικανικές εταιρείες. Στα τηλεγραφήματά τους ανώτατοι διπλωμάτες μιλούσαν για «ενεργεια κό εθνικισμό» του καθεστώτος και σημείωναν με νόημα ότι ο Καντάφι είχε απειλήσει αρκετές φορές να εθνικοποιήσει εγκαταστάσεις ξένων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν στο χώρο της ενέργειας. Όπως προκύπτει από τηλεγραφήματα του 2004, η αμερικανική ConocoPhillips εμφανιζόταν δυσαρεστημένη με τις ενεργειακές συμφωνίες που υπέγραφε ο Λίβυος ηγέτης, ενώ σε τηλεγράφημα του 2008 μαθαίνουμε ότι και η Exxon Mobil είχε παραπονεθεί στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τη στάση του Καντάφι.
Με το Λίβυο ηγέτη και την οικογένειά του να βρίσκονται οριστικά εκτός παιχνιδιού, η ενεργειακή πίτα μιας χώρας, που παράγει 1,6 εκατ. βαρέλια πετρελαίου την ημέρα, έπρεπε να μοιραστεί εκ νέου. Μόνο που αυτή τη φορά η Ουάσιγκτον έπρεπε να λάβει σοβαρά υπόψη και τις επιθυμίες των πάλαι ποτέ αποικιακών δυνάμεων της Βόρειας Αφρικής.
Με τις... πλάτες του Καβαλιέρε
Δεν είναι, φυσικά, διόλου τυχαίο ότι οι πρώτοι ξένοι υπάλληλοι πετρελαϊκής εταιρείας που επέστρεψαν στη Λιβύη, εν μέσω των συγκρούσεων, ήταν τα στελέχη της ιταλικής ENI. H εταιρεία, που δραστηριοποιείται στη Λιβύη από το 1955, παραμένει ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στη χώρα, έχοντας υπογράψει συμβόλαια ύψους 28 δις δολαρίων για την εκμετάλλευση πετρελαϊκών κοιτασμάτων μέχρι το 2042. Ο ίδιος ο Ιταλός πρωθυπουργός, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, φέρεται να παρενέβη πολλές φορές σε προσωπικό επίπεδο για λογαριασμό της εταιρείας, η οποία εξασφαλίζει τη συνεχή ροή πετρελαίου για ολόκληρη την Ιταλία.
Η Ιταλία, βέβαια, δεν ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που είχε προλάβει να επανατοποθετηθεί στρατηγικά στο ενεργειακό τοπίο της Λιβύης, πριν καλά καλά ολοκληρωθούν οι νατοϊκές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το Παρίσι, όντας η πρώτη δύναμη που αναγνώρισε επισήμως τις δυνάμεις των ανταρτών, είχε εξίσου ισχυρές βλέψεις στη μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγό χώρα της Αφρικής. «Αυτός ο πόλεμος ήταν του Σαρκοζί», έγραφε η γαλλική Figaro, ενώ η επίσης γαλλική Le Monde θύμιζε στους αναγνώστες της ότι ο Γάλλος πρόεδρος περνούσε ατελείωτες ώρες πάνω από χάρτες παρακολουθώντας την εξέλιξη των μαχών. Κανένας άλλος ηγέτης δεν έδειξε τέτοιο προσωπικό ενδιαφέρον για έναν πόλεμο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, σημείωνε η ίδια εφημερίδα, παρουσιάζοντας τη «ναπολεόντεια» ψύχωση που είχε καταλάβει το Γάλλο πρόεδρο εναντίον του Λίβυου ηγέτη.
Αισθητά αργοπορημένο στη μεγάλη διαπάλη για τον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων της Λιβύης εμφανίζεται το Λονδίνο, παρά το γεγονός ότι στήριξε τις αεροπορικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ. Η πρώτη μεγάλη αντιπροσωπεία επιχειρηματιών αναμένεται στη Λιβύη στα μέσα Σεπτεμβρίου, τη στιγμή που οι Ιταλοί και οι Γάλλοι ομόλογοί τους βρίσκονται στη Βεγγάζη εδώ και μήνες.
Η μεγαλύτερη ανησυχία προκλήθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, στην BP, η οποία, καθώς φαίνεται, είχε επενδύσει περισσότερο στο παρελθόν της εποχής Καντάφι, παρά στο μέλλον των ανταρτών. Η εταιρεία είχε αναθέσει τις επαφές με την οικογένεια Καντάφι στον σερ Μαρκ Άλεν, πρώην υπαρχηγό της περιβόητης υπηρεσίας αντικατασκοπείας MI6, και τώρα είχε σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι η νέα ηγεσία θα αντιμετώπιζε αρνητικά τους προηγούμενους συνεργάτες του Λίβυου δικτάτορα. Παρ’ όλα αυτά, όπως αποκάλυψε η βρετανική Telegraph, η MI6 και άλλες υπηρεσίες ανέλαβαν από μόνες τους πρωτοβουλία, στηρίζοντας τις δυνάμεις των ανταρτών κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, γεγονός που επιτρέπει και στις βρετανικές επιχειρήσεις να ευελπιστούν σε ένα ευμέγεθες κομμάτι της πίτας. «Τώρα (η Λιβύη) μας ανήκει», έλεγε χαρακτηριστικά Βρετανός αξιωματούχος στον Economist, εκφράζοντας την αισιοδοξία της κυβέρνησης για τα συμβόλαια που θα εξασφαλίσουν οι βρετανικές εταιρείες στη Λιβύη.
Καθώς, όμως, ο ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ και άλλες ευρωπαϊκές χώρες παραμένει έντονος, το Λονδίνο φαίνεται να εξετάζει σοβαρά ακόμη και το ενδεχόμενο της αποστολής στρατιω τικών δυνάμεων μετά το τέλος των επιχειρήσεων, με το πρόσχημα της παροχής ασφάλειας στα ξένα συνεργεία που θα αναλάβουν την ανοικοδόμηση της χώρας. Σύμφωνα με την εφημερίδα Independent, στρατιώτες στις βάσεις της Κύπρου βρίσκονται εδώ και πολλές ημέρες σε ετοιμότητα 24 ώρες 24ωρο για να μεταβούν στη Λιβύη εάν τους ζητηθεί.
Το... αργοπορημένο Βερολίνο
Χαμένο έδαφος στη μετά Καντάφι εποχή θα προσπαθήσει να καλύψει και το Βερολίνο, το οποίο απείχε από τις ψηφοφορίες για την επιβολή κυρώσεων στο προηγούμενο καθεστώς της Λιβύης. Οι λεγόμενες «ναυαρχίδες» του γερμανικού Τύπου, που συχνά εκφράζουν συμφέροντα μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, δεν κρύβουν, τις τελευταίες ημέρες, την αγανάκτησή τους για τη στάση που τήρησε η καγκελάριος Μέρκελ και την καλούν ανοιχτά να επανορθώσει. Με ισχυρές δόσεις υπερβολής, το περιοδικό Spiegel υποστήριζε ότι η περίπτωση της Λιβύης αποδεικνύει ότι «τον πρώτο λόγο στην Ευρώπη τον έχει πλέον το Παρίσι» και όχι το Βερολίνο. Προκειμένου να καλύψει το κενό και να κατευνάσει την οργή των Γερμανών επιχειρηματιών, ο υπουργός Άμυνας, Τόμας ντε Μεζιέρ, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αποστολής στρατιωτικών δυνάμενων σε περίπτωση που οι αντίπαλες ομάδες των ανταρτών συνεχίσουν τις συγκρούσεις και μετά την ανατροπή του Καντάφι. Ο ίδιος, μάλιστα, παρέκαμψε ουσιαστικά το Κοινοβούλιο για να προσφέρει στο ΝΑΤΟ πυρομαχικά – παρά το γεγονός ότι η Συμμαχία ουδέποτε είχε ζητήσει σχετική βοήθεια από τη Γερμανία.
Με την... καυτή ανάσα των Γερμανών επιχειρηματιών πάνω από το σβέρκο του, ο επικεφαλής του γερμανοαφρικανικού επιμελητηρίου Χανς Μέιερ Ίγουορτ δεν δίστασε να ταξιδέψει, πριν από ένα μήνα, σε περιοχές της Λιβύης όπου μαίνονταν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ ανταρτών και καθεστωτικών δυνάμεων. Συνοδευόμενος από εκπροσώπους είκοσι γερμανικών εταιρειών και συμβούλους του υπουργείου Οικονομικών, ο Ίγουορτ αναγκάστηκε να κινητοποιήσει ακόμη και τη γερμανική πολεμική αεροπορία, που του εξασφάλισε ένα μεταγωγικό για τις μετακινήσεις του.
Γνωρίζοντας ότι πλέον δεν μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στο μοίρασμα της ενεργειακής πίτας της Λιβύης, οι γερμανικές επιχειρηματικές ελίτ ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να αναλάβουν το μεγαλύτερο τμήμα των έργων ανοικοδόμησης των περιο χών που καταστράφηκαν από τις συγκρούσεις. Πρώτα, όμως, το Βερολίνο πρέπει να εξασφαλίσει τη συνέχιση των εργασιών που πραγματοποιούσαν γερμανικές επιχειρήσεις στη Λιβύη και, κυρίως, τις εξορύξεις της εταιρείας RWE Dea, αλλά και την ολοκλήρωση του εθνικού οδικού δικτύου που είχε αναλάβει η κατασκευαστική STRABAG.
Ισχυρό χαρτί σε αυτή την προσπάθεια αποτελεί το γεγονός ότι οι γερμανικές τράπεζες ελέγχουν μεγάλο τμήμα του κεφαλαίου του παλαιού καθεστώτος, που είχε δεσμευτεί στην Ευρώπη όταν ξεκίνησε ο εμφύλιος. Τουλάχιστον 7,3 δις δολάρια παραμένουν τοποθετημένα σε γερμανικές τράπεζες και πρόκειται να επιστραφούν σε όποιον εξασφαλίσει τον απόλυτο έλεγχο της Τρίπολης – άγνωστο, όμως, υπό ποιους όρους.
Μεγάλοι χαμένοι στο μοίρασμα της ενεργειακής πίτας της Λιβύης φαίνεται να είναι η Ρωσία, η Κίνα και η Βραζιλία, τρεις χώρες που εναντιώθηκαν τόσο στις κυρώσεις όσο και στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς από τις νατοϊκές δυνάμεις. Ο εκπρόσωπος της Arabian Gulf Oil Company, της λιβυκής εταιρείας πετρελαίου που ελέγχουν οι αντάρτες, ήταν σαφής στην τοποθέτησή του για τις τρεις αυτές χώρες: «Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με εταιρείες από χώρες της Δύσης, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία. Ίσως, όμως, να έχουμε ορισμένα πολιτικά ζητήματα με τους Ρώσους, τους Κινέζους και τους Βραζιλιάνους».
Παρ’ όλα αυτά, το Πεκίνο φαίνεται διατεθειμένο να συνεχίσει με κάθε μέσο την προσπάθεια διατήρησης των ενεργειακών συμφωνιών που είχε συνάψει με το παλαιό καθεστώς. Παράλληλα, οι κινεζικές εταιρείες είναι καλύτερα τοποθετημένες για τη διαδικασία ανοικοδόμησης, καθώς έχουν αναλάβει αντίστοιχα έργα σε αρκετές ακόμη χώρες της Αφρικής – επιδεικνύοντας, μάλιστα, μια τρομακτική ευκολία στο να συνεργάζονται ακόμη και με τα πιο αυταρχικά και λαομίσητα καθεστώτα της Μαύρης Ηπείρου.
Συζήτηση... χωρίς τον ξενοδόχο
Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες γνωρίζουν, προφανώς, ότι, όσες συμφωνίες κι αν κλείσουν με την προσωρινή κυβέρνηση της Λιβύης, συνομιλούν χωρίς τον ξενοδόχο, εάν δεν εξασφαλίσουν την εύνοια ή έστω την ανοχή της Ουάσιγκτον για τα σχέδιά τους. Παρά το γεγονός ότι η νατοϊκή επιδρομή εξυπηρέτησε άμεσα τα συμφέροντα συγκεκριμένων αμερικανικών εταιρειών, που διαμαρτύρονταν εδώ και χρόνια για τη συμπεριφορά του Καντάφι, η Ουάσιγκτον έχει πολύ σημαντικότερους λόγους για να παρέμβει στο μοίρασμα της ενεργειακής πίτας. Και σε αυτή την περίπτωση το ενδιαφέρον του Λευκού Οίκου δεν εστιάζει στην εξασφάλιση συνεχούς ροής πετρελαίου προς τις ΗΠΑ –το λιβυκό πετρέλαιο καλύπτει μόλις το 1% των εισαγωγών στην Αμερική–, αλλά στον ενεργειακό έλεγχο της Ευρώπης. Η Λιβύη παρέμενε μια από τις εναπομείνασες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες του ευρύτερου αραβικού και ισλαμικού κόσμου που δεν βρισκόταν υπό την άμεση γεωπολιτική επιρροή των ΗΠΑ. Παρά το γεγονός, λοιπόν, ότι αρκετές ευρωπαϊκές εταιρείες εξασφάλισαν ήδη τα συμβόλαια της επόμενης ημέρας σε βάθος χρόνου, είναι πολύ πιθανό ότι η Ευρώπη έχασε ένα ακόμη τμήμα της ενεργειακής της αυτονομίας...
Δημοσιέύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα: 01/09/2011
περιμένοντας τον Guillotine
Πριν από 31 δευτερόλεπτα
2 σχόλια:
Την καλημέρα μου από τους ωκεανούς!
Ολα τα φύλλα της καρδιάς τα μοίρασα ένα έναμα τις καρδιάς μου την καρδιά την φύλαξα για σένα.
Δημοσίευση σχολίου