Του Χαρίδημου K. Tσούκα*
Κάντε το εξής πείραμα σκέψης. Υποθέστε ότι, παρά το τεράστιο έλλειμμα, παρά τον δυσθεώρητα υψηλό δανεισμό, παρά την κρίση ανταγωνιστικότητας, η χώρα δεν αντιμετώπιζε οξύτατο πρόβλημα δανεισμού μετά τον Οκτώβριο 2009. Θα βγαίναμε στις διεθνείς χρηματαγορές και θα δανειζόμασταν. Θα καλύπταμε τα ελλείμματά μας, θα βουλώναμε τις τρύπες και θα συνεχίζαμε.
Τι ακριβώς θα συνεχίζαμε; Το αγαπημένο μας σπορ εδώ και τρεις τριετίες – τη λεηλασία των κοινών. Οι πολιτικάντηδες, μετρ της ανικανότητας και της φαυλότητας, θα συνέχιζαν τα ρουσφέτια τους, τις δωροληψίες τους, τις μίζες τους. Οι πολίτες, πρωταθλητές του μικροαστικού ωχαδερφισμού, θα συνέχιζαν να βρίζουν το κράτος, να φοροδιαφεύγουν, να χτίζουν αυθαίρετα, αλλά να απαιτούν και μια θεσούλα στο Δημόσιο. Και, φυσικά, με την ίδια άνεση που οι πολίτες εξαπατούν το κράτος, αυτό θα εξακολουθούσε να εξαπατά τους εταίρους του. Ολα είναι κύκλος. Μια λέξη αποδίδει την κυρίαρχη κουλτούρα της μεταπολίτευσης: λαθρεπιβασία – πώς να καρπώνεσαι ιδιωτικά οφέλη, αλλά να πληρώνει άλλος τον λογαριασμό!
Η αρχή του τέλους της λαθρεπιβασίας έγινε στις 6 Μαΐου 2010, ημερομηνία ψήφισης του Μνημονίου με τους δανειστές μας από τη Βουλή. Ανακαλύψαμε ξαφνικά τον οικονομικό νόμο της βαρύτητας: δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα. Δεν μπορείς να μεταθέτεις τα προβλήματά σου στο μέλλον εσαεί. Δεν μπορείς να εξαπατάς και να αυταπατάσαι στο διηνεκές. Υπάρχουν όρια. Η «αρχή της πραγματικότητας» δεν εξαφανίστηκε επειδή την περιφρόνησες.
Οι λαϊκιστές ηγέτες χάιδεψαν το εγώ μας. Μας έπεισαν ότι μπορούμε να ικανοποιούμε όλες μας τις επιθυμίες. Καταπιεσμένοι ποικιλοτρόπως στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, δίχως ελευθερία στη χουντική επταετία, θεωρήσαμε μετά στη μεταπολίτευση ότι η δημοκρατία είναι το πολίτευμα του κάνω-ό, τι-γουστάρω. Οι λαϊκιστές πολιτικοί, κολακεύοντας το πόπολο, εξέθρεψαν τον ναρκισσισμό του, εκμαύλισαν το ήθος του, του πρόσφεραν «συμμετοχή» σε όλα, ακόμα και στη διαφθορά. Οι θεσμοί ταυτίστηκαν με τον μυθοποιημένο «λαό»: αποδυναμώθηκε η διηθητική λογική τους, χαλάρωσαν οι κανόνες τους. Εννοιες κλειδιά ανασημασιοδοτήθηκαν: ο νόμος θεωρήθηκε αυθαίρετος περιορισμός, η νόμιμη εξουσία μεταφράστηκε σε παράλογη καταπίεση, η οικονομία εκλήφθηκε ως μια δευτερεύουσας σημασίας δραστηριότητα. Αντε τώρα να τα μαζέψεις…
Προσέξτε πόσο δύσκολα, ακόμα και τώρα, ξηλώνονται οι «βαθιές δομές» που καθηλώνουν τη χώρα. Παρά τη χρεοκοπία, οι κυανέρυθροι λαϊκιστές κηρύσσουν την έναρξη ανένδοτου αγώνα «απαλλαγής» από το Μνημόνιο! Διεκτραγωδούν τη «μείωση της εθνικής κυριαρχίας», μιλάνε για «κατοχική» κυβέρνηση και άλλα φαιδρά. Το μοτίβο της «εθνικής αντίστασης» αναβιώνει. Στη λαϊκιστική φαντασία ο «λαός» υπάρχει κυρίως ως «θύμα». Αυτή είναι η αγαπημένη εθνική μας αφήγηση, δεν μάθαμε άλλη…
Εχοντας επιδοθεί με ζήλο στη λαθρεπιβασία, συρρικνώσαμε τον χρόνο στο «εδώ και τώρα». Αποφύγαμε επώδυνα διλήμματα και επιλογές. Οταν συνωστίζονταν πολλοί στην πόρτα, τη μεγαλώναμε για να περάσουν όλοι – αρκεί να μην επιλέξουμε. Ετσι και τώρα: απωθώντας την «αρχή της πραγματικότητας», οι λαϊκιστές αρνούνται τη διλημματική φύση της κρίσης: χρεοκοπία ή επώδυνα μέτρα; Γι’ αυτούς διλήμματα δεν υπάρχουν, είναι φανταστικά ή προϊόντα συνωμοσίας. Στο λαϊκιστικό σύμπαν δεν υπάρχει τριβή, όλα είναι ελαστικά και ακόπως αντιστρέψιμα. Οι πράξεις αποσυνδέονται από τις συνέπειές τους. Η φαντασίωση μετατρέπεται σε πραγματικότητα.
Η οικονομία ήταν ανέκαθεν ο κατ’ εξοχήν χώρος που συντρίβονται οι αυταπάτες. Ξέρετε γιατί; Διότι ζούμε σε έναν πεπερασμένο κόσμο, στον οποίο είμαστε καταδικασμένοι και να επιλέγουμε και να υφιστάμεθα τις συνέπειες των επιλογών μας. Αν δεν είσαι νοικοκύρης, μοιραία θα σε κυνηγούν οι δανειστές σου. Για να μπορείς να είσαι κυρίαρχος της ζωής σου, πρέπει να δημιουργήσεις τις αντίστοιχες προϋποθέσεις. Η αυτο-κυριαρχία και η αξιοπρέπεια κοστίζουν. Αν θέλεις να αποφύγεις δυσάρεστα διλήμματα, πρέπει να ενεργήσεις με προβλεπτικότητα.
Οπως ένας επαίτης χάνει το δικαίωμα της επιλογής, μια χρεοκοπημένη χώρα χάνει ένα κομμάτι της εθνικής κυριαρχίας της. Ας πρόσεχε… Οσο πιο πρωτόγονες είναι οι ανάγκες μας τόσο πιο χονδροειδή είναι τα διλήμματά μας. Αν θέλουμε να αντιμετωπίζουμε τα λεπτεπίλεπτα ερωτήματα της Νορβηγίας («ποιος είναι ο πιο ηθικός τρόπος να επενδύουμε τις προσόδους από τις εξαγωγές πετρελαίου;»), ας φροντίσουμε να αποκτήσουμε τη λεπτότητα της νορβηγικής πολιτικής κουλτούρας και την ακμαιότητα της οικονομίας της.
Αν πρέπει να απαλλαγούμε από κάτι, αυτό είναι οι χρόνιες κακές μας συνήθειες. Το Μνημόνιο είναι ιδιαιτέρως επώδυνο επειδή άργησε τόσο. Ας προσέχαμε… Δεν είχαμε το θάρρος να υπερβούμε τη χρόνια ακρασία μας και το πληρώνουμε. Ολα κοστίζουν. Το «έλλογο εγώ», λέει ο Φρόιντ, δεν κυβερνάται από την «αρχή της ηδονής», αλλά από την «αρχή της πραγματικότητας». Εμείς την αγνοήσαμε.
Ουδόλως με στενοχωρεί να με κυβερνούν οι Βορειοευρωπαίοι «Φον Φούφουτοι», αφού οι δικοί μου εκπρόσωποι αποδείχθηκαν όλα αυτά τα χρόνια Βαλκάνιοι κατσαπλιάδες. Δεν μειώνεται καθόλου η αξιοπρέπειά μου αν αύριο τις διοικήσεις των νοσοκομείων τις επιλέξει η τρόικα, αφού η δική μου υπουργός διαιωνίζει την παράδοση του φαύλου κομματισμού. Δεν με ενοχλεί καθόλου αν οι αλλοδαποί δανειστές μου εγκαταστήσουν επιτρόπους στις ΔΕΚΟ και τους ΟΤΑ, αφού οι δικοί μου νοιάζονται κυρίως για τη μίζα, την ψηφοθηρία και το ρουσφέτι. Ξέρετε γιατί; Διότι ξέρω ότι, ενίοτε, τα διλήμματά μου δεν τα επιλέγω – μου τα θέτουν τα γεγονότα…
Οχι, δεν πενθώ για την Ελλάδα που χάνεται. Ντρέπομαι μόνο για την ανικανότητά μας να δημιουργήσουμε την Ελλάδα που ονειρευτήκαμε το 1974.
* Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail. com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.
realpolitics.gr
Read more...
Εφημερίδες (από την ΕφΣυν με συμπληρώσεις)
Πριν από 1 ώρα