Η ουσία της περί κρίσεως φιλολογίας μπορεί να συμπυκνωθεί σε μια φράση: «μέτρα ή πτώχευση». Επί το ΓΑΠικώτερον: «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε». Αν ως δίπολο σας θυμίζει κάτι, είναι γιατί έχει εγγενή νοηματική συγγένεια με το: «Καραμανλής ή τανκς».
Όντως, κάτω από την πίεση αυτού του διλήμματος, περίπου 3 εκατομμύρια ψηφοφόροι εξέλεξαν τον Γ. A. Παπανδρέου για πρωθυπουργό. Δεν επρόκειτο για συνειδητή επιλογή καταλληλότητας, αλλά περισσότερο για αποδοκιμασία του Καραμανλή Jr, του οποίου η κυβέρνηση επί πεντέμισι χρόνια απασχολούσε μόνο με αρνητικές ειδήσεις την επικαιρότητα. Στην τελευταία προεκλογική περίοδο, ο Καραμανλής έπαιξε το - πάλαι ποτέ σημίτειο - χαρτί της «υπευθυνότητας», προαναγγέλλοντας σκληρά σκληρά οικονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης, ενώ ο Παπανδρέου εμφανίστηκε σε ρόλο «Καραμανλή του 2004»: «ήπια προσαρμογή» έλεγε ο τότε αρχηγός της ΝΔ, «λεφτά υπάρχουν» καθυσύχαζε ο ΓΑΠ τον Οκτώβριο του 2009.
Η διαφορά έγκειται στο ότι ο Κ.Κ. ανέλαβε την πρωτοκαθεδρία της κυβέρνησης σε μια περίοδο σχετικά παχιών αγελάδων.
Λεφτά τότε όντως υπήρχαν και δεν βιαζόταν κανείς για «νοικοκύρεμα». Κοινοτικά πλαίσια στήριξης εισέρρεαν άφθονα, χρηματοδοτώντας τους διαβόητους ρυθμούς ανάπτυξης. Μετά όμως η φόρα τέλειωσε και, καταμεσής του δρόμου, υπήρχε και μια τεράστια τρύπα - η κρίση. Η κρίση, βέβαια, είχε να κάνει καταρχήν με τις μεγάλες τράπεζες και τα τεράστια διεθνή κεφάλαια. Όμως, πάντα, όταν μικραίνει ο «οικονομικός χώρος», ο μεγάλος παίκτης έχει την δύναμη να σπρώξει τους μικρότερους πέρα, για να διατηρήσει το δικό του «οικόπεδο» ανέπαφο. Η κρίση, λοιπόν, ξεσπά ανάμεσα στους μικρότερους, αυτούς που δεν μπορούν να μετακυλήσουν το κόστος σε άλλους. Οι εργοδότες απολύουν, οι μικρές επιχειρήσεις εξαφανίζονται, η ροή του χρήματος στερεύει· επιβιώνει μόνο όποιος έχει αρκετό κεφάλαιο για να αντέξει την διάρκεια της κρίσης.
Στη διάρκεια αυτού του «στερέματος» ουσιαστικά καταστρέφεται το περισσευούμενο,
exoapotinvouli
ψεύτικο, χρήμα που έχει παραχθεί κατά την προηγούμενη περίοδο της «ανάπτυξης». Οι ισχυρές τράπεζες, π.χ. της Ευρώπης, παρήγαγαν χρήματα δανείζοντας στις οικονομίες της ευρωζώνης που είχαν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, όπως η Ελλάδα. Από τη στιγμή που εξαφανίστηκε η ανάπτυξη, οι κεφαλαιούχοι θέλουν να διασφαλίσουν ότι τα δάνεια θα παραμείνουν και δεν θα διαγραφούν. Γι' αυτό και όλη η πρεμούρα των «οίκων αξιολόγησης» για το αν πτωχεύσει ή όχι η Ελλάδα.
Παράλληλα, με την οικονομική τρομολαγνεία στο μάξιμουμ, επωφελούνται οι ντόπιοι «καρχαρίες». Ο σοσιαλιστής Παπανδρέου και οι μεγαλοεπιχειρηματίες μιλούν ακριβώς την ίδια γλώσσα.
«Ζούμε, τούτες τις μέρες, ένα νεοελληνικό δράμα που δεν πρέπει να διαιωνιστεί.
Ευθύνη της κυβέρνησης πρωταρχικά, αλλά και του πολιτικού συστήματος συνολικά, είναι να βοηθήσει την κοινή γνώμη, όλες τις κοινωνικές ομάδες, να συνειδητοποιήσουν ότι ο τόπος βρίσκεται στα πρόθυρα της συλλογικής κατάρρευσης.
Ή θα υποστούμε, συνειδητά ως λαός, τις αναγκαίες θυσίες μέχρι να ξανασταθούμε στα πόδια μας, ή θα περιέλθουμε στην ακόμη σκληρότερη κηδεμονία των Βρυξελλών και των αγορών –κάτι που είναι αμφίβολο αν η κοινωνία μας μπορεί να αντέξει ή να ανεχθεί»
Τα λόγια αυτά δεν ανήκουν στον υπουργό οικονομίας ή σε κάποιο άλλο στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος, αλλά στον πρόεδρο του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων. Αλλά και τον πρωθυπουργό να ακούσετε, πάλι τα ίδια λέει:
«Ζούμε μια κρίση χωρίς προηγούμενο για τα δεδομένα της μεταπολίτευσης και σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, οφείλουμε να δράσουμε άμεσα και αποφασιστικά. Ζήτησα να συμπαραταχθούν και να στηρίξουν την εθνική προσπάθεια».
Με απλά λόγια, οι ντόπιοι κεφαλαιούχοι φοβούνται μήπως οι ανώτεροί τους, τα μεγάλα διεθνή κεφάλαια, τους πάρουν και τα σώβρακα. Για να ανταπεξέλθουν σ' αυτήν την συγκυρία, πρέπει να διατηρήσουν κεφάλαια, έσοδα και κέρδη. Για να γίνει αυτό, πρέπει να μειώσουν τα έξοδά τους. Αυτό πρωτίστως σημαίνει πολλοί άνεργοι, χαμηλοί μισθοί, έκτακτες περικοπές σε επιδόματα και συντάξεις, φορολογία από το κράτος που δίνεται στις μεγάλες επιχειρήσεις ως «πακέτα στήριξης επενδύσεων».
Είναι ευνόητο ότι μια περίοδος με τέτοια οικονομική πολιτική μόνο κοινωνικές αναταραχές μπορεί να προκαλέσει. Γι' αυτό, στην καθεστωτική επικοινωνιακή πολιτική κυριαρχούν έννοιες όπως «έθνος», «πατρίδα», «θυσία», «μαζί», «ομοψυχία».
Η κρίση του οικονομικού συστήματος κάνει σαφές ότι οι κατώτερες (οικονομικά και πολιτικά) κοινωνικές ομάδες δεν έχουν τίποτα κοινό με τις ολιγομελείς ομάδες που ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου και, επομένως, την πολιτική. Είναι εύκολο να ξεσπάσουν κοινωνικές συγκρούσεις και αναταραχές που θα έκαναν τη ζωή δύσκολη στις μεγάλες εταιρείες και τους υπαλλήλους τους, το πολιτικό σύστημα. Έτσι, επιστρατεύονται πλαστά ιδανικά («έθνος», «ομοψυχία») για να πείσουν τους πιό αφελείς, αλλά και αληθοφανή διλήμματα («συναίνεση στα μέτρα ή πτώχευση και χάος») για τους πιό σκεπτόμενους.
Στην πραγματικότητα, οι «πολλοί», εμείς, οι μη κάτοχοι και μη διαχειριστές του πλούτου και της πολιτικής δεν έχουμε τίποτε ουσιαστικό να χάσουμε αν βουλιάξει το σύστημα. Έτσι κι αλλιώς, απλά επιβιώνουμε - η επιβίωσή μας, άλλωστε, είναι και απαραίτητη για την συντήρηση του συστήματος. Η πτώχευση, επίσης, δεν είναι κατάρρευση, αλλά δικλείδα ασφαλείας. Το συμφέρον «μας», των «πολλών», του λεγόμενου «λαού», είναι να βρούμε μια ευκαιρία για να σπρώξουμε λίγο πιό άκρη τους ισχυρούς και να πιέσουμε προς μια κατεύθυνση καλύτερη από πριν. Να πάρουμε πίσω μερικούς πόντους ελευθερίας. Και μια τέτοια ευκαιρία μας δίνεται όταν το σύστημα είναι πιό ασταθές.
Read more...